ονάριον: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " , " to ", ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν
|mltxt=[[ὀνάριον]], τὸ (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] όνος, γαιδουράκι<br /><b>2.</b> [[είδωλο]], συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ [[ὀνάριον]] τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, [[ἔκτοτε]] ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).
}}
}}

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

ὀνάριον, τὸ (Α) όνος
1. μικρός όνος, γαιδουράκι
2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).