καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
ὀνάριον, τὸ (Α) όνος1. μικρός όνος, γαιδουράκι2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῦν, εἰ ἐπωλεῖτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.).