είδωλο
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Greek Monolingual
το (AM εἴδωλον, Μ και εἴδουλον)
1. εικόνα που σχηματίζεται α) από ανάκλαση σε νερό, καθρέφτη ή άλλο αντικείμενο
β) από διάθλαση με φακούς
2. εικόνα, άγαλμα λατρευτικό («ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. πρόσωπο στο οποίο απονέμεται υπερβολική λατρεία («ήταν το είδωλο της δεκαετίας»)
2. ψεύτικες ιδέες που από παράδοση και πρόληψη πιστεύουν οι άνθρωποι
αρχ.
1. ομοίωμα, φάντασμα («ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης», Ηρόδ.)
2. κάθε άυλη μορφή («εἴδωλον σκιᾱς», Αισχ.)
3. ιδέα, έννοια
4. πλάσμα της φαντασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος «μορφή, σχήμα» + επίθημα -ωλο- που είναι σπάνιο. Η λ. είδωλον απαντά αρχικά στον Όμηρο με τη σημ. «υπερφυσική οπτασία, φάντασμα» και αργότερα σε αρχαίους συγγραφείς με τη σημ. «εικόνα που σχηματίζεται από ανάκλαση στο νερό, στον καθρέφτη ή και στο μυαλό», απ' όπου παραλήφθηκε από τους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «εικόνα ή ομοίωμα ψεύτικου θεού» και συνεκδοχικά «ψεύτικος θεός». Η λ. είδωλον εισήχθη αργότερα στη Λατινική (πρβλ. idōlum), απ' όπου διαδόθηκε ευρέως στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες
πρβλ. αγγλ. idol, γαλλ. idole, ιταλ. idolo κ.λπ.].