επιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῑν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῖν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 22:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῖν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).