εννεύω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ).
|mltxt=[[ἐννεύω]] (Α) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]], [[νόημα]], [[δίνω]] [[σημάδι]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἐννεύω (Α) νεύω
1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον
2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν», ΚΔ).