τειχιστής: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.<br />β. «τοῑς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.<br />β. «τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχιστής Medium diacritics: τειχιστής Low diacritics: τειχιστής Capitals: ΤΕΙΧΙΣΤΗΣ
Transliteration A: teichistḗs Transliteration B: teichistēs Transliteration C: teichistis Beta Code: teixisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A builder, mason, wall builder, builder of walls, builder of fortifications, murarius, faber murarius, LXX 4 Ki.12.12(13); τῆς Τροίας Lib.Thes.2.2.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, der Mauern bau't, Befestigungswerke aufführt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τειχιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, τειχοδόμος, τειχοποιός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

ὁ, Α τειχίζω
αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.
β. «τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).