ανθρωπαίος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)<br />αυτός που κατοίκησε [[μέσα]] στον άνθρωπο ([[θεολογικός]] όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).
|mltxt=[[ἀνθρωπαῖος]], ο (Μ)<br />αυτός που κατοίκησε [[μέσα]] στον άνθρωπο ([[θεολογικός]] όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).