νησαίος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(27)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νησαῑος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[νησί]], ο [[νησιωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νησαίη</i><br />μία από τις Νηρηίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νησαῑον [[πεδίον]]» — [[πεδιάδα]] της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>, [[κατά]] το <i>λιμν</i>-<i>αίος</i>].
|mltxt=νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[νησί]], ο [[νησιωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Νησαίη</i><br />μία από τις Νηρηίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νησαῑον [[πεδίον]]» — [[πεδιάδα]] της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>, [[κατά]] το <i>λιμν</i>-<i>αίος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 28 March 2021

Greek Monolingual

νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)
1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίη
μία από τις Νηρηίδες
3. φρ. «Νησαῑον πεδίον» — πεδιάδα της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].