λωτώ: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λωτῶ, -έω (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]], [[θάλλω]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ζωναρά) [[παίζω]] αυλό<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωτεῡσι δέ, [[πάχνη]], άνθεῑ ποιοῡσιν αἰσχρότητες».
|mltxt=λωτῶ, -έω (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]], [[θάλλω]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ζωναρά) [[παίζω]] αυλό<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωτεῡσι δέ, [[πάχνη]], άνθεῑ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».
}}
}}

Revision as of 12:58, 28 March 2021

Greek Monolingual

λωτῶ, -έω (Α) λωτός
1. ανοίγω, θάλλω
2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό
3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῑ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».