λωτώ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

λωτῶ, -έω (Α) λωτός
1. ανοίγω, θάλλω
2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό
3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῖ ποιοῦσιν αἰσχρότητες».