ενόν: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους | |mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> όσα [[είναι]] [[δυνατά]] («κατιδὼν τὸ [[πλῆθος]] τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.).