ἐνόν
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
German (Pape)
[Seite 849] part. zu ἔνειμι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
part. neutre de ἔνειμι.
Greek Monolingual
το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῦσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνόν: part. n к ἔνειμι.