νυχαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(27) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)<br />[[σκοτεινός]] σαν τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επί θ. εμφανίζει το θ. <i>νυχ</i> με δασύ [[σύμφωνο]] του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τελευταίος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].