νυχαίος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].