ξάνησις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(27)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξάνησις''': ἡ, [[κόπωσις]] τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 30.
|lstext='''ξάνησις''': ἡ, [[κόπωσις]] τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξάνησις]], ἡ (Α) [[ξανώ]]<br />[[κούραση]] τών χεριών από την [[εριουργία]], από το [[γνέσιμο]].
|mltxt=[[ξάνησις]], ἡ (Α) [[ξανώ]]<br />[[κούραση]] τών χεριών από την [[εριουργία]], από το [[γνέσιμο]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.

Greek Monolingual

ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.