φασκιά: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(44) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φασκία]], ΝΜΑ<br />πλατιά [[λωρίδα]] από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, [[σπάργανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μορφή]] περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη [[φόρτωση]] ή την [[εκφόρτωση]] ζώων και σάκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b> | |mltxt=η / [[φασκία]], ΝΜΑ<br />πλατιά [[λωρίδα]] από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, [[σπάργανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[μορφή]] περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη [[φόρτωση]] ή την [[εκφόρτωση]] ζώων και σάκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῖοι φασκίαν καλοῦσιν»<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ταινία]], [[λωρίδα]] από ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>fascia</i> «[[ταινία]], [[σπάργανο]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
η / φασκία, ΝΜΑ
πλατιά λωρίδα από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, σπάργανο
νεοελλ.
ναυτ. μορφή περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση ζώων και σάκων
αρχ.
1. (κατά τον Πολυδ.) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῖοι φασκίαν καλοῦσιν»
2. (γενικά) ταινία, λωρίδα από ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascia «ταινία, σπάργανο»].