εύπυρος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(15)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπυρος]], -ον (Α)<br />με άφθονα [[σιτηρά]], [[σιτοφόρος]] («εὔπυροι λειμῶνες», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]»].
|mltxt=[[εὔπυρος]], -ον (Α)<br />με άφθονα [[σιτηρά]], [[σιτοφόρος]] («εὔπυροι λειμῶνες», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

εὔπυρος, -ον (Α)
με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].