Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίαννο: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(21)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
|mltxt=το (Α [[κορίαννον]] και κορίαμβλον)<br />το [[φυτό]] [[κορίανδρο]] («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαχτυλίδι]] που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον [[κορίαννον]], τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

το (Α κορίαννον και κορίαμβλον)
το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῦσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.)
αρχ.
δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη του χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μεσογειακής προελεύσεως].