προσωποῦττα: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (Text replacement - " , " to ", ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσωποῦττα''': ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, [[ἀγγεῖον]] | |lstext='''προσωποῦττα''': ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, [[ἀγγεῖον]] μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προσωποῦττα]]· Πολέμων (σ. 147) [[ἀγγεῖον]] χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(συνηρ. τ. του <i>προσωπόεσσα</i>) [[αγγείο]] με [[πρόσωπο]] («προσωποῡττα<br />Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦττα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μελιτ</i>-<i>οῦττα</i>), <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>]. | |mltxt=ἡ, Α<br />(συνηρ. τ. του <i>προσωπόεσσα</i>) [[αγγείο]] με [[πρόσωπο]] («προσωποῡττα<br />Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦττα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μελιτ</i>-<i>οῦττα</i>), <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, contr. for προσωπόεσσα, A vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, statt προσωπόεσσα, ein Gefäß mit einem Gesichte, Poll. 2, 48.
Greek (Liddell-Scott)
προσωποῦττα: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, ἀγγεῖον μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποῦττα· Πολέμων (σ. 147) ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον».
Greek Monolingual
ἡ, Α
(συνηρ. τ. του προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῡττα
Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -οῦττα (πρβλ. μελιτ-οῦττα), βλ. λ. -όεις].