ἐπιστατητέον: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστᾰτητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιστατέω]], δεῖ ἐπιστατεῖν, | |lstext='''ἐπιστᾰτητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐπιστατέω]], δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιστᾰτητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐπιστατέω]], αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιστᾰτητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐπιστατέω]], αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 April 2021
English (LSJ)
A one must oversee, superintend, c. dat., Pl.R. 377b,401b: c.gen., X.Oec.7.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιστατέω, δεῖ ἐπιστατεῖν, μετὰ δοτ., Πλάτ. Πολ. 377Β, 401Β· μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 7. 35· ἴδε Λοβ. Φρύν. 766.
Greek Monotonic
ἐπιστᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιστατέω, αυτό που πρέπει να εποπτευθεί, να ελεγχθεί, να επιτηρηθεί, με δοτ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Ξεν.