tumbler: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
===substantive=== | ===substantive=== | ||
[[verse|V.]] [[ἀκροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστής]], [[πετευριστήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστής]], [[ὀρχηστήρ]]. | [[verse|V.]] [[ἀκροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστής]], [[πετευριστήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστής]], [[ὀρχηστήρ]], [[ἀρνευτήρ]]. | ||
[[be a tumbler]], v.: [[prose|P.]] [[κυβιστᾶν]]. | [[be a tumbler]], v.: [[prose|P.]] [[κυβιστᾶν]]. |
Latest revision as of 13:20, 6 July 2021
English > Greek (Woodhouse)
substantive
V. ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ.
be a tumbler, v.: P. κυβιστᾶν.