δίκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de dos senos]]de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.
|dgtxt=-ον [[de dos senos]] de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[δίκολπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[μήτρα]]) αυτή που έχει δύο κόλπους.
|mltxt=-ον (Α [[δίκολπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τη [[μήτρα]]) αυτή που έχει δύο κόλπους.
}}
}}

Revision as of 16:10, 9 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκολπος Medium diacritics: δίκολπος Low diacritics: δίκολπος Capitals: ΔΙΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: díkolpos Transliteration B: dikolpos Transliteration C: dikolpos Beta Code: di/kolpos

English (LSJ)

ον, A with two sinuses, Gal.2.890.

German (Pape)

[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.

Spanish (DGE)

-ον de dos senos de la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.

Greek Monolingual

-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.