βαφτισιμιός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. βαφτισιμιά, η)<br />ο [[αναδεκτός]], [[εκείνος]] τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο [[ανάδοχος]] [[κατά]] το [[βάφτισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> <i>βαπτισιμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βαπτίσιμος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτισις]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αναδεξιμιός]], [[γεννησιμιός]])].
|mltxt=ο (θηλ. βαφτισιμιά, η)<br />ο [[αναδεκτός]], [[εκείνος]] τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο [[ανάδοχος]] [[κατά]] το [[βάφτισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>επίθ.</b> <i>βαπτισιμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βαπτίσιμος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτισις]] ([[πρβλ]]. [[αναδεξιμιός]], [[γεννησιμιός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (θηλ. βαφτισιμιά, η)
ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) -αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)].