γεννησιμιός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
-ά, -ό
1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής
2. το γνήσιο τέκνο
3. φρ. «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη στιγμή της γέννησης του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννησ-ιμαίος < γέννησις (-η) + (κατάλ.) -ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)].