βαρήκοος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρυήκοος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που βαριακούει, που δεν ακούει καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> όποιος εξασθενίζει, μειώνει την [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]], με [[έκταση]] του -<i>α</i>- σε -<i>η</i>- [[κατά]] τη [[σύνθεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανήκοος]], [[ευήκοος]], [[οξυήκοος]], [[συνήκοος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρυήκοος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που βαριακούει, που δεν ακούει καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> όποιος εξασθενίζει, μειώνει την [[ακοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[ακούω]], με [[έκταση]] του -<i>α</i>- σε -<i>η</i>- [[κατά]] τη [[σύνθεση]] ([[πρβλ]]. [[ανήκοος]], [[ευήκοος]], [[οξυήκοος]], [[συνήκοος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρυήκοος, -ον)
εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά
αρχ.
παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του -α- σε -η- κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)].