γεροντοπαλήκαρο: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε [[άγαμος]] ( | |mltxt=το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε [[άγαμος]] ([[πρβλ]]. [[γεροντοκόρη]])<br /><b>2.</b> [[ακμαίος]], [[άγαμος]] άντρας προχωρημένης ηλικίας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)
2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.