Sisyphus
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English > Greek (Woodhouse)
Σίσυφος, ὁ.
of Sisyphus, adj.: Σισύφειος.
Latin > English (Lewis & Short)
Sīsyphus: (anciently Sīsŭpus and Sīsĭpus; the last in Inscr. R. N. 4472 Momms.; cf. Ritschl, Monum. Epigr. Tria, p. 26), i, m., = Σίσυφος.
I Son of Æolus, king of Corinth, famous for his cunning and robberies. He was killed by Theseus. His punishment in the infernal regions was to roll a stone up hill which constantly rolled back again, Hyg. Fab. 60; Serv. Verg. A. 6, 616; Poët. ap. Cic. Tusc. 1, 5, 10; Ov. M. 4, 459; 4, 465; 13, 26; Prop. 4 (5), 11, 23; Hor. C. 2, 14, 20; id. Epod. 17, 68 al.: Ulixi Sisyphique prudentia, Cic. Tusc. 1, 41, 98; cf. vafer, Hor. S. 2, 3, 21.—Hence,
1 Sīsy-phĭus, a, um, adj., of or belonging to Sisyphus: labores, Prop. 2, 17 (3, 9), 7; 2, 20 (3, 13), 32: cervix, Sen. Herc. Oet. 942: portus, i. e. Corinth, Stat. Th. 2, 380: Isthmus, of Corinth, Sil. 14, 51: opes, i. e. of Creusa (as daughter of Creon, king of Corinth), Ov. H. 12, 204: Ulixes sanguine cretus Sisyphio (because Sisyphus seduced Anticlea, the mother of Ulysses, before her marriage with Laertes), id. M. 13, 32; cf. Serv. Verg. A. 6, 529.—*
2 Sĭsyphēïus, a, um, adj., of Sisyphus: vincla, i. e. the marriage with Sisyphus (of his wife Merope), Avien. Arat. 597.—
3 Sīsyphĭdes, ae, m., offspring of Sisyphus: Ulysses (v. supra, 1.), Ov. A. A. 3, 313.—
II A dwarf of M. Antony, so named by him because of his shrewdness. Hor. S. 1, 3, 47 Schol.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Sīsўphus (-ŏs), ī, m. (Σίσυφος), Sisyphe [fils d’Éole, brigand tué par Thésée] : Cic. Tusc. 1, 98 ; Hor. S. 2, 3, 21 ; Ov. M. 4, 459.
Latin > German (Georges)
Sīsyphus u. -os, ī, m. (Σίσυφος), Sohn des Äolos, Bruder des Salmoneus u. König zu Korinth, berüchtigt als verschlagener Straßenräuber, der, von Theseus getötet, in der Unterwelt zur Strafe einen immer wieder zurückrollenden Stein auf einen Berg wälzen mußte, Hyg. fab. 60. Mythogr. Lat. 2, 105. Poëta bei Cic. Tusc. 1, 10. Ov. met. 4, 460 sqq.: vafer. Hor. sat. 2, 3, 21. – Dav.: A) Sīsyphēius, a, um (Σίσυφήϊος), sisyphëisch, vincla, Avien. Arat. 597 (wo die erste Silbe kurz). – B) Sīsyphēus, a, um, sisyphëisch, mare, Mythogr. Lat. 2, 105. – C) Sīsyphidēs, ae, m. (*Σισυφίδης), der Sisyphide (Sohn des Sisyphus), von Ulixes weil Sisyphus mit der Antiklea, vor ihrer Vermählung mit dem Laertes, den Ulixes gezeugt haben soll, Ov. art. am. 3, 313. – D) Sīsyphius, a, um, a) sisyphisch, Prop.: sanguine cretus Sisyphio, d.i. Ulixes, weil Sisyphus sein rechter Vater sein soll (s. Sisyphides), Ov. – b) korinthisch, weil Sisyphus König in Korinth gewesen, opes, Ov.
Wikipedia EL
Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.
Όλα άρχισαν όταν ο θεός Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, η οποία ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Παίρνοντας τη μορφή αετού, ο Δίας απήγαγε την Αίγινα και πήγε να κρυφτεί σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνώριζε και αυτός συμφώνησε, ζητώντας πρώτα για αντάλλαγμα, μια πηγή με νερό που θα ανάβλυζε ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του Ασωπού, για να ποτίζει την ξερή γη της Κορίνθου.
Ο Σίσυφος και ο Ασωπός συμφώνησαν. Ο Δίας όμως γνώριζε τα πάντα και αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο για την προδοσία του, στέλνοντάς τον στον Άδη.
Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές: ο Θάνατος αδυνατούσε να θερίσει τα καθημερινά του θύματα και η Γη άρχισε σταδιακά να γεμίζει, χωρίς να χωρά ο αυξανόμενος πληθυσμός. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο θεός Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.
Ο Σίσυφος όμως, είχε προνοήσει και είχε πει στη γυναίκα του, Μερόπη, να μη θάψει το σώμα του. Έτσι, όταν κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την θεά Περσεφόνη, σύζυγο του θεού Πλούτωνα, τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα της ταφής του. Η Περσεφόνη δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως αυτός δεν επέστρεψε. Έτσι, ήρθε η σειρά του θεού Ερμή να τον κατεβάσει στον Άδη.
Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για την ασεβή του συμπεριφορά. Οι "Κριτές των νεκρών", του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να την ανεβάσει ξανά. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.
Wikipedia EN
In Greek mythology Sisyphus or Sisyphos (/ˈsɪsɪfəs/; Ancient Greek: Σίσυφος Sísyphos) was the king of Ephyra (now known as Corinth). He was punished for his self-aggrandizing craftiness and deceitfulness by being forced to roll an immense boulder up a hill only for it to roll down every time it neared the top, repeating this action for eternity. Through the classical influence on modern culture, tasks that are both laborious and futile are therefore described as Sisyphean (/sɪsɪˈfiːən/).
Linguistics Professor R. S. P. Beekes has suggested a pre-Greek origin and a connection with the root of the word sophos (σοφός, "wise"). German mythographer Otto Gruppe thought that the name derived from sisys (σίσυς, "a goat's skin"), in reference to a rain-charm in which goats' skins were used.
Translations
af: Sisufos; ar: سيزيف; arz: سيزيف; ast: Sísifu; az: Sizif; bar: Sisyphos; be: Сізіф; bg: Сизиф; bn: সিসিফাস; br: Sisyfos; bs: Sizif; ca: Sísif; ckb: سیزیف; cs: Sisyfos; cv: Сизиф; da: Sisyfos; de: Sisyphos; el: Σίσυφος; en: Sisyphus; eo: Sizifo; es: Sísifo; et: Sisyphos; eu: Sisifo; fa: سیزیف; fi: Sisyfos; fr: Sisyphe; ga: Sisifeas; gl: Sísifo; he: סיזיפוס; hr: Sizif; hu: Sziszüphosz; hy: Սիզիփոս; id: Sisifos; is: Sísýfos; it: Sisifo; ja: シーシュポス; jv: Sisifos; ka: სიზიფე; kk: Сизиф; ko: 시시포스; la: Sisyphus; lb: Sisyphos; lt: Sizifas; mk: Сизиф; my: ဆီစီဖက်; nds: Sisyphos; nl: Sisyphos; nn: Sisyfos; no: Sisyfos; oc: Sisif; pl: Syzyf; pt: Sísifo; ro: Sisif; ru: Сизиф; sco: Sisyphus; sh: Sizif; simple: Sisyphus; sk: Sizyfos; sl: Sizif; sq: Sizifi; sr: Сизиф; sv: Sisyfos; th: ซิซิฟัส; tr: Sisifos; uk: Сізіф; vi: Sisyphus; war: Sisyphus; wuu: 西西弗斯; zh: 西西弗斯