αυτόθι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[αὐτόθι]]) <b>επίρρ.</b><br />στον ίδιο [[τόπο]], στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για παραπομπές) στο ίδιο [[βιβλίο]] ή [[χωρίο]] του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο [[πάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμέσως]], [[ευθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) <i>–θι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακρόθι]], [[άλλοθι]], [[αύθι]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=(AM [[αὐτόθι]]) <b>επίρρ.</b><br />στον ίδιο [[τόπο]], στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για παραπομπές) στο ίδιο [[βιβλίο]] ή [[χωρίο]] του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο [[πάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμέσως]], [[ευθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) <i>–θι</i> ([[πρβλ]]. [[ακρόθι]], [[άλλοθι]], [[αύθι]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

(AM αὐτόθι) επίρρ.
στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο
νεοελλ.
(για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω
αρχ.
αμέσως, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)].