ετερομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἑτερομήκης]], -όμηκες)<br />αυτός που δεν έχει ίσο [[μήκος]] σε όλες τις διαστάσεις του, ο [[ανισομήκης]], ο [[ανισόπλευρος]] («ετερόμηκες [[τετράπλευρο]]» — ορθογώνιο, όχι όμως [[τετράγωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ετερομήκης]] (ενν. [[αριθμός]])<br />ο [[αριθμός]], γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν [[κατά]] μία [[μονάδα]] (2x3, 5x6)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) αυτός που δεν [[είναι]] [[τετράγωνος]], αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, [[μῆκος]] ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόμηκες</i><br />το ετερόμηκες [[τετράπλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἑτερομήκης]], -όμηκες)<br />αυτός που δεν έχει ίσο [[μήκος]] σε όλες τις διαστάσεις του, ο [[ανισομήκης]], ο [[ανισόπλευρος]] («ετερόμηκες [[τετράπλευρο]]» — ορθογώνιο, όχι όμως [[τετράγωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ετερομήκης]] (ενν. [[αριθμός]])<br />ο [[αριθμός]], γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν [[κατά]] μία [[μονάδα]] (2x3, 5x6)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) αυτός που δεν [[είναι]] [[τετράγωνος]], αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, [[μῆκος]] ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόμηκες</i><br />το ετερόμηκες [[τετράπλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἑτερομήκης, -όμηκες)
αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» — ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός)
ο αριθμός, γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν κατά μία μονάδα (2x3, 5x6)
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι τετράγωνος, αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, μῆκος ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόμηκες
το ετερόμηκες τετράπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μηκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης].