εξυπακούομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>υπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ακούομαι</i> μαρτυρείται από το 1860 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. <i>εξυπακούεται</i> [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. επίθ. <i>sous</i>-<i>entendu</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sous</i>-<i>entendre</i> «[[υπαινίσσομαι]], [[υπονοώ]]»)].
|mltxt=υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>υπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ακούομαι</i> μαρτυρείται από το 1860 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. <i>εξυπακούεται</i> [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. επίθ. <i>sous</i>-<i>entendu</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sous</i>-<i>entendre</i> «[[υπαινίσσομαι]], [[υπονοώ]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous-entendu < sous-entendre «υπαινίσσομαι, υπονοώ»)].