εξυπακούομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>υπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ακούομαι</i> μαρτυρείται από το 1860 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. <i>εξυπακούεται</i> [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου ( | |mltxt=υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>υπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ακούομαι</i> μαρτυρείται από το 1860 στο <i>Γαλλοελληνικόν Λεξικόν</i> του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. <i>εξυπακούεται</i> [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. επίθ. <i>sous</i>-<i>entendu</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sous</i>-<i>entendre</i> «[[υπαινίσσομαι]], [[υπονοώ]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous-entendu < sous-entendre «υπαινίσσομαι, υπονοώ»)].