εξυπακούομαι

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous-entendu < sous-entendre «υπαινίσσομαι, υπονοώ»)].