υπαινίσσομαι
From LSJ
Greek Monolingual
ὑπαινίσσομαι ΝΑ, και αττ. τ. ὑπαινίττομαι Α
κάνω υπαινιγμό, εκφράζω κάτι με συγκαλυμμένο τρόπο, υπονοώ κάτι χωρίς να το αναφέρω ρητά (α. «υπαινίσσεσαι ότι το σφάλμα ήταν δικό μου;» β. «ὑπῃνίττετο δ' οὕτω καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν», Δημοσθ.)
αρχ.
αποβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰνίσσομαι «υπονοώ, μιλώ με ασάφεια»].