διαμήκης: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άμηκες<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]], αυτός που καταλαμβάνει όλο το [[μήκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διέρχεται [[κατά]] [[μήκος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>το διάμηκες</i><br />η [[κατά]] [[μήκος]] [[διάσταση]]<br /><b>φρ.</b> «διάμηκες του πλοίου» — η [[απόσταση]] από την [[πρύμνη]] [[μέχρι]] την [[πλώρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήκος]] ( | |mltxt=-άμηκες<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]], αυτός που καταλαμβάνει όλο το [[μήκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διέρχεται [[κατά]] [[μήκος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>το διάμηκες</i><br />η [[κατά]] [[μήκος]] [[διάσταση]]<br /><b>φρ.</b> «διάμηκες του πλοίου» — η [[απόσταση]] από την [[πρύμνη]] [[μέχρι]] την [[πλώρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήκος]] ([[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ισομήκης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-άμηκες
1. αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος, αυτός που καταλαμβάνει όλο το μήκος
2. αυτός που διέρχεται κατά μήκος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάμηκες
η κατά μήκος διάσταση
φρ. «διάμηκες του πλοίου» — η απόσταση από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μήκης < μήκος (πρβλ. επιμήκης, ισομήκης)].