ερημόπολις: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[πόλη]] του, αυτός που έχασε την [[πατρίδα]] του («[[ἐρημόπολις]] [[μάτηρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br />( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει στερηθεί την [[πόλη]] του, αυτός που έχασε την [[πατρίδα]] του («[[ἐρημόπολις]] [[μάτηρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br />([[πρβλ]]. [[άπολις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρημόπολις]], ἡ (Μ)<br />έρημη, κατεστραμμένη [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερημο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[έρημος]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ερημόπολις:''' -ι, γεν. <i>-ιδος</i>, αυτός που στερείται την [[ίδια]] του την πόλη, σε Ευρ. | |lsmtext='''ερημόπολις:''' -ι, γεν. <i>-ιδος</i>, αυτός που στερείται την [[ίδια]] του την πόλη, σε Ευρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.)
(πρβλ. άπολις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.
(II)
ἐρημόπολις, ἡ (Μ)
έρημη, κατεστραμμένη πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πόλις.
Greek Monotonic
ερημόπολις: -ι, γεν. -ιδος, αυτός που στερείται την ίδια του την πόλη, σε Ευρ.