ερωτισμός: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />υπερβολική [[επιθυμία]] για [[ικανοποίηση]] του γενετήσιου ενστίκτου και [[επιζήτηση]] αισθησιασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=ο<br />υπερβολική [[επιθυμία]] για [[ικανοποίηση]] του γενετήσιου ενστίκτου και [[επιζήτηση]] αισθησιασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>erotism</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ].