ετερόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτερόχρωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτερόχρωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἑτερόχρωμος, -ον)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, πολύ-χρωμος].