ευρυμαθής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει ευρεία [[μάθηση]], πλούτο γνώσεων, ο [[πολυμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει ευρεία [[μάθηση]], πλούτο γνώσεων, ο [[πολυμαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -μαθής (< μάθος), πρβλ. α-μαθής, πολυ-μαθής].