ευκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκαμπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με [[τέχνη]] («εὐκαμπὲς [[δρέπανον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («εὐκαμπὴς [[φλοιός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πύον]]) [[ολισθηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθυ</i>-<i>καμπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>καμπής</i>].
|mltxt=[[εὐκαμπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με [[τέχνη]] («εὐκαμπὲς [[δρέπανον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («εὐκαμπὴς [[φλοιός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πύον]]) [[ολισθηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), [[πρβλ]]. <i>βαθυ</i>-<i>καμπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>καμπής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐκαμπής, -ές (ΑΜ)
ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.)
2. (για πύον) ολισθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].