ζυμογόνο: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>(βιοχ.)</b> συνώνυμο του προενζύμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>zymogen</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].
|mltxt=το<br /><b>(βιοχ.)</b> συνώνυμο του προενζύμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>zymogen</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) συνώνυμο του προενζύμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].