θερμόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τη [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (για μικροοργανισμό) [[ικανός]] να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thermophile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thermo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φίλος]])].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τη [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (για μικροοργανισμό) [[ικανός]] να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thermophile</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thermo</i>- ([[πρβλ]]. <i>θερμ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>phile</i> ([[πρβλ]]. [[φίλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τη θερμότητα
2. βιολ. (για μικροοργανισμό) ικανός να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophile < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -phile (πρβλ. φίλος)].