θερμόφιλος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τη θερμότητα
2. βιολ. (για μικροοργανισμό) ικανός να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophile < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -phile (πρβλ. φίλος)].