ιδιοτελής: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br />αυτός που αποβλέπει στο δικό του [[συμφέρον]], σε προσωπικά ωφελήματα, ο [[συμφεροντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτελώς</i><br />συμφεροντολογικά, με [[ιδιοτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), | |mltxt=-ές<br />αυτός που αποβλέπει στο δικό του [[συμφέρον]], σε προσωπικά ωφελήματα, ο [[συμφεροντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτελώς</i><br />συμφεροντολογικά, με [[ιδιοτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. <i>ημι</i>-<i>τελής</i>, <i>λυσι</i>-<i>τελής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην [[εφημερίδα]] <i>Αθηνά</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές
αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος.
επίρρ...
ιδιοτελώς
συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημι-τελής, λυσι-τελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην εφημερίδα Αθηνά].