ιδιοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ιδιοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερη [[έκφραση]] στην όψη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπροσώπως</i> (Μ)<br />προσωπικά, ατομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αντι</i>-[[πρόσωπος]], <i>πολυ</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ιδιοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ιδιαίτερη [[έκφραση]] στην όψη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοπροσώπως</i> (Μ)<br />προσωπικά, ατομικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. <i>αντι</i>-[[πρόσωπος]], <i>πολυ</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ιδιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη.
επίρρ...
ἰδιοπροσώπως (Μ)
προσωπικά, ατομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι-πρόσωπος, πολυ-πρόσωπος.