ιδιοπρόσωπος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
ιδιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιδιαίτερη έκφραση στην όψη.
επίρρ...
ἰδιοπροσώπως (Μ)
προσωπικά, ατομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντιπρόσωπος, πολυπρόσωπος.