ικετήριος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον (ΑΜ [[ἱκετήριος]], -ία, ον, Α θηλ. και [[ικετηρίς]], ποιητ. τ. [[ικτήριος]], -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)<br />[[ικετευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἱκτήριοι</i><br />οι ικέτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱκετηρία</i><br />α) [[κλαδί]] [[ελιάς]] που κρατούσε ο [[ικέτης]] στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην [[εστία]] όπου κατέφευγε<br />β) [[ικεσία]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκετηρίαν [[τίθημι]]» — [[ικετεύω]], [[προσέρχομαι]] ως [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηριος</i> ( | |mltxt=-α, -ον (ΑΜ [[ἱκετήριος]], -ία, ον, Α θηλ. και [[ικετηρίς]], ποιητ. τ. [[ικτήριος]], -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)<br />[[ικετευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἱκτήριοι</i><br />οι ικέτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱκετηρία</i><br />α) [[κλαδί]] [[ελιάς]] που κρατούσε ο [[ικέτης]] στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην [[εστία]] όπου κατέφευγε<br />β) [[ικεσία]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκετηρίαν [[τίθημι]]» — [[ικετεύω]], [[προσέρχομαι]] ως [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηριος</i> ([[πρβλ]]. <i>νικη</i>-<i>τήριος</i>, <i>ψυκ</i>-<i>τήριος</i>). Η λ. [[ἱκετήριος]] αντικατέστησε το επίθ. [[ἱκτήριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἱκτήρ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ον (ΑΜ ἱκετήριος, -ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)
ικετευτικός
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι
οι ικέτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία
α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην εστία όπου κατέφευγε
β) ικεσία, παράκληση
3. φρ. «ἱκετηρίαν τίθημι» — ικετεύω, προσέρχομαι ως ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -τηριος (πρβλ. νικη-τήριος, ψυκ-τήριος). Η λ. ἱκετήριος αντικατέστησε το επίθ. ἱκτήριος (< ἱκτήρ)].