ιερολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερολόγος]])<br />[[κήρυκας]] του θείου λόγου<br /><b>μσν.</b><br />[[ιερέας]] που ευλογεί τον γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ἱερολόγοι]]<br />οι συγγραφείς ιερών λόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγιο</i>-[[λόγος]], <i>θεο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερολόγος]])<br />[[κήρυκας]] του θείου λόγου<br /><b>μσν.</b><br />[[ιερέας]] που ευλογεί τον γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[ἱερολόγοι]]<br />οι συγγραφείς ιερών λόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>αγιο</i>-[[λόγος]], <i>θεο</i>-[[λόγος]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερολόγος)
κήρυκας του θείου λόγου
μσν.
ιερέας που ευλογεί τον γάμο
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι
οι συγγραφείς ιερών λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιο-λόγος, θεο-λόγος.