ιερολόγος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερολόγος)
κήρυκας του θείου λόγου
μσν.
ιερέας που ευλογεί τον γάμο
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι
οι συγγραφείς ιερών λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιολόγος, θεολόγος.