ισχνοεπής: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχνοεπής, -ές (Μ)<br />αυτός που συζητά [[λεπτομερώς]], αυτός που λεπτολογεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>επής</i>, <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>].
|mltxt=ἰσχνοεπής, -ές (Μ)<br />αυτός που συζητά [[λεπτομερώς]], αυτός που λεπτολογεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), [[πρβλ]]. <i>αισχρο</i>-<i>επής</i>, <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>].
}}
}}

Revision as of 10:03, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχνοεπής, -ές (Μ)
αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο-επής, αμετρο-επής].