ισοσώματος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοσώματος]] και ίσόσωμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσο, όμοιο [[σώμα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχυρο</i>-<i>σώματος</i>, <i>μισο</i>-<i>σώματος</i>].
|mltxt=[[ἰσοσώματος]] και ίσόσωμος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίσο, όμοιο [[σώμα]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. <i>ισχυρο</i>-<i>σώματος</i>, <i>μισο</i>-<i>σώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοσώματος και ίσόσωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο, όμοιο σώμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ισχυρο-σώματος, μισο-σώματος].