ἰσοσώματος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
or ἰσόσωμος, ον, glosses on ἀντίστοιχος, Sch.E.Andr. 745.
German (Pape)
[Seite 1267] od. ἰσόσωμος, gleich an Körper, Schol. Eur. Andr. 745.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοσώματος: ἢ -σωμος, ον, ἔχων ὅμοιον σῶμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 745.
Greek Monolingual
ἰσοσώματος και ίσόσωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο, όμοιο σώμα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ισχυροσώματος, μισοσώματος].